κωλυτικός

κωλυτικός
κωλῡ-τικός, ή, όν,
A preventive, τινος of a thing, X.Mem.4.5.7 ([comp] Comp.), Arist.Rh.1362a29, EN1096b12, Thphr.Ign.45, Epicur.Ep.2p.52U., Porph.Abst.2.47: abs., in Astrol.,

ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. Vett.Val.178.30

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωλυτικός — κωλυτικός, ή, όν (AM) [κωλύω] ο κατάλληλος να εμποδίσει κάτι ή κάποιον από κάτι άλλο («τοῡ δ ἐπιμελεῑσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον εἶναι ἀκρασίας;», Ξεν.). επίρρ... κωλυτικῶς με παρεμποδιστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • κωλυτικός — κωλῡτικός , κωλυτικός preventive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτικά — κωλῡτικά , κωλυτικός preventive neut nom/voc/acc pl κωλῡτικά̱ , κωλυτικός preventive fem nom/voc/acc dual κωλῡτικά̱ , κωλυτικός preventive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτικώτερον — κωλῡτικώτερον , κωλυτικός preventive adverbial comp κωλῡτικώτερον , κωλυτικός preventive masc acc comp sg κωλῡτικώτερον , κωλυτικός preventive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτικῶν — κωλῡτικῶν , κωλυτικός preventive fem gen pl κωλῡτικῶν , κωλυτικός preventive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτικόν — κωλῡτικόν , κωλυτικός preventive masc acc sg κωλῡτικόν , κωλυτικός preventive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • μορατόριο — και μορατόριουμ, το 1. συμφωνία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή κράτη για προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα επιδείνωναν τις μεταξύ τους σχέσεις 2. (νομ.) δικαιοστάσιο 3. προσωρινή απαγόρευση τής χρήσης ή τής παραγωγής ενός προϊόντος 4. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

  • κωλυτικαί — κωλῡτικαί , κωλυτικός preventive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτικοί — κωλῡτικοί , κωλυτικός preventive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτικούς — κωλῡτικούς , κωλυτικός preventive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”